tabloo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tabloo | tablooj |
αιτιατική | tabloon | tabloojn |
tabloo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tabloo | tablooj |
αιτιατική | tabloon | tabloojn |
tabloo (eo)