taŭga
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taŭga | taŭgaj |
αιτιατική | taŭgan | taŭgajn |
taŭga (eo)
- la teksto estas taŭga por publiko - το κείμενο είναι κατάλληλο προς δημοσίευση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | taŭga | taŭgaj |
αιτιατική | taŭgan | taŭgajn |
taŭga (eo)