suspektato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- suspektato < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suspektato | suspektatoj |
αιτιατική | suspektaton | suspektatojn |
suspektato (eo)
- ο ύποπτος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suspektato | suspektatoj |
αιτιατική | suspektaton | suspektatojn |
suspektato (eo)