surtuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- surtuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surtuto | surtutoj |
αιτιατική | surtuton | surtutojn |
surtuto (eo)
- το πανωφόρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surtuto | surtutoj |
αιτιατική | surtuton | surtutojn |
surtuto (eo)