surprizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surprizo | surprizoj |
αιτιατική | surprizon | surprizojn |
surprizo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surprizo | surprizoj |
αιτιατική | surprizon | surprizojn |
surprizo (eo)