surfaco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- surfaco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surfaco | surfacoj |
αιτιατική | surfacon | surfacojn |
surfaco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | surfaco | surfacoj |
αιτιατική | surfacon | surfacojn |
surfaco (eo)