supercritique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supercritique | supercritiques |
Επίθετο
επεξεργασίαsupercritique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (χημεία) (για αέριο) που θερμάνθηκε υπεράνω της κριτικής του θερμοκρασίας
ενικός | πληθυντικός |
supercritique | supercritiques |
supercritique (fr) αρσενικό ή θηλυκό