superabundo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superabundo | superabundoj |
αιτιατική | superabundon | superabundojn |
superabundo (eo)
- η υπεραφθονία, η περίσσεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | superabundo | superabundoj |
αιτιατική | superabundon | superabundojn |
superabundo (eo)