suneklipso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suneklipso | suneklipsoj |
αιτιατική | suneklipson | suneklipsojn |
suneklipso (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | suneklipso | suneklipsoj |
αιτιατική | suneklipson | suneklipsojn |
suneklipso (eo)