sulketo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sulketo | sulketoj |
αιτιατική | sulketon | sulketojn |
sulketo (eo)
- η ζάρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sulketo | sulketoj |
αιτιατική | sulketon | sulketojn |
sulketo (eo)