sukurejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukurejo | sukurejoj |
αιτιατική | sukurejon | sukurejojn |
sukurejo (eo)
- ο χώρος όπου παρέχονται οι πρώτες βοήθειες
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukurejo | sukurejoj |
αιτιατική | sukurejon | sukurejojn |
sukurejo (eo)