sukceno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sukˈt͡se.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukceno | sukcenoj |
αιτιατική | sukcenon | sukcenojn |
sukceno (eo)
- το κεχριμπάρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sukceno | sukcenoj |
αιτιατική | sukcenon | sukcenojn |
sukceno (eo)