sudo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sudo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sudo | sudoj |
αιτιατική | sudon | sudojn |
sudo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sudo | sudoj |
αιτιατική | sudon | sudojn |
sudo (eo)