subvencio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subvencio | subvencioj |
αιτιατική | subvencion | subvenciojn |
subvencio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subvencio | subvencioj |
αιτιατική | subvencion | subvenciojn |
subvencio (eo)