substanco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- substanco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | substanco | substancoj |
αιτιατική | substancon | substancojn |
substanco (eo)
- η ουσία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | substanco | substancoj |
αιτιατική | substancon | substancojn |
substanco (eo)