subproduktado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subproduktado | subproduktadoj |
αιτιατική | subproduktadon | subproduktadojn |
subproduktado (eo)
- το υποπροϊόν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subproduktado | subproduktadoj |
αιτιατική | subproduktadon | subproduktadojn |
subproduktado (eo)