subparoĥestro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subparoĥestro | subparoĥestroj |
αιτιατική | subparoĥestron | subparoĥestrojn |
subparoĥestro (eo)
- ο βικάριος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | subparoĥestro | subparoĥestroj |
αιτιατική | subparoĥestron | subparoĥestrojn |
subparoĥestro (eo)