stylish
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | stylish |
συγκριτικός | more stylish |
υπερθετικός | most stylish |
Επίθετο επεξεργασία
stylish (en)
- στιλάτος
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fashionable
παραθετικά | |
θετικός | stylish |
συγκριτικός | more stylish |
υπερθετικός | most stylish |
stylish (en)