stuporo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stuporo | stuporoj |
αιτιατική | stuporon | stuporojn |
stuporo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stuporo | stuporoj |
αιτιατική | stuporon | stuporojn |
stuporo (eo)