ενικός         πληθυντικός  
stupidity stupidities

  Ετυμολογία

επεξεργασία
stupidity < stupid + -ity

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

stupidity (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανοησία, η βλακεία, συμπεριφορά που δείχνει έλλειψη σκέψης
    ⮡  I was amazed by his stupidity.
    Έμεινα καταπληκτικός από την ανοησία του.
    ⮡  She said such stupidities that we couldn’t even laugh.
    Έλεγε τέτοιες ανοησίες που ούτε να γελάσουμε δεν μπορούσαμε.
  2. (μη μετρήσιμο) η ανοησία, η ιδιότητα του ανόητου
    ⮡  He did what he did out of stupidity.
    Από ανοησία έκανε ό,τι έκανε.