stupidity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stupidity | stupidities |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstupidity (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ανοησία, η βλακεία, συμπεριφορά που δείχνει έλλειψη σκέψης
- ⮡ I was amazed by his stupidity.
- Έμεινα καταπληκτικός από την ανοησία του.
- ⮡ She said such stupidities that we couldn’t even laugh.
- Έλεγε τέτοιες ανοησίες που ούτε να γελάσουμε δεν μπορούσαμε.
- ⮡ I was amazed by his stupidity.
- (μη μετρήσιμο) η ανοησία, η ιδιότητα του ανόητου
- ⮡ He did what he did out of stupidity.
- Από ανοησία έκανε ό,τι έκανε.
- ⮡ He did what he did out of stupidity.