παραθετικά
θετικός studiously
συγκριτικός more studiously
υπερθετικός most studiously

  Ετυμολογία

επεξεργασία
studiously < studious + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

studiously (en)

  • επιμελώς
    ⮡  The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.