Ετυμολογία

επεξεργασία
επιμελώς < επιμελής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.meˈlos/

  Επίρρημα

επεξεργασία

επιμελώς

  • με επιμέλεια, με μεγάλη προσοχή, ενδιαφέρον και συνεχή φροντίδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία