strikta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strikta | striktaj |
αιτιατική | striktan | striktajn |
strikta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strikta | striktaj |
αιτιατική | striktan | striktajn |
strikta (eo)