strigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strigo | strigoj |
αιτιατική | strigon | strigojn |
strigo (eo)
- (πτηνό) η κουκουβάγια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strigo | strigoj |
αιτιατική | strigon | strigojn |
strigo (eo)