strabismo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strabismo | strabismoj |
αιτιατική | strabismon | strabismojn |
strabismo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | strabismo | strabismoj |
αιτιατική | strabismon | strabismojn |
strabismo (eo)