stertoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- stertoro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stertoro | stertoroj |
αιτιατική | stertoron | stertorojn |
stertoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stertoro | stertoroj |
αιτιατική | stertoron | stertorojn |
stertoro (eo)