stelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- stelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stelo | steloj |
αιτιατική | stelon | stelojn |
stelo (eo)
- το άστρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stelo | steloj |
αιτιατική | stelon | stelojn |
stelo (eo)