statuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | statuto | statutoj |
αιτιατική | statuton | statutojn |
statuto (eo)
- το καταστατικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | statuto | statutoj |
αιτιατική | statuton | statutojn |
statuto (eo)