statistiko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- statistiko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | statistiko | statistikoj |
αιτιατική | statistikon | statistikojn |
statistiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | statistiko | statistikoj |
αιτιατική | statistikon | statistikojn |
statistiko (eo)