standardo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- standardo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | standardo | standardoj |
αιτιατική | standardon | standardojn |
standardo (eo)
- το φλάμπουρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | standardo | standardoj |
αιτιατική | standardon | standardojn |
standardo (eo)