stand in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαstand in (en)
- αναπληρωματικός
- ⮡ The troupe has several stand-in actors for backup.
- Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για εφεδρεία.
- ⮡ The troupe has several stand-in actors for backup.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | stand in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stands in |
αόριστος | stood in |
παθητική μετοχή | stood in |
ενεργητική μετοχή | standing in |
stand in (en)
- αντικαθιστώ, παίρνω τη θέση κάποιου
- ⮡ Who will stand in for me tomorrow when I’m out?
- Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο που θα λείπω;
- ⮡ Who will stand in for me tomorrow when I’m out?