stalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- stalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stalo | staloj |
αιτιατική | stalon | stalojn |
stalo (eo)
- ο στάβλος
Δείτε επίσης : ŝtalo |
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stalo | staloj |
αιτιατική | stalon | stalojn |
stalo (eo)