stacidomo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- stacidomo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stacidomo | stacidomoj |
αιτιατική | stacidomon | stacidomojn |
stacidomo (eo)
- ο σταθμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | stacidomo | stacidomoj |
αιτιατική | stacidomon | stacidomojn |
stacidomo (eo)