ενικός         πληθυντικός  
spreadsheet spreadsheets

  Ετυμολογία

επεξεργασία
spreadsheet < spread + sheet

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈspɹɛdʃiːt/ & /ˈsprɛdʃiːt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

spreadsheet (en)

  1. (παρωχημένο) τετραγωνισμένο χαρτί
  2. (λογισμικό) το υπολογιστικό φύλλο, λογιστικό φύλλο

spreadsheet (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία