sporada
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sporada | sporadaj |
αιτιατική | sporadan | sporadajn |
sporada (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sporada | sporadaj |
αιτιατική | sporadan | sporadajn |
sporada (eo)