spongo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- spongo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spongo | spongoj |
αιτιατική | spongon | spongojn |
spongo (eo)
- ο σπόγγος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spongo | spongoj |
αιτιατική | spongon | spongojn |
spongo (eo)