spekulado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- spekulado < spekulo (κερδοσκοπία) + -ad- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spekulado | spekuladoj |
αιτιατική | spekuladon | spekuladojn |
spekulado (eo)
- η διαρκής, μεγάλη κερδοσκοπία