speco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | speco | specoj |
αιτιατική | specon | specojn |
speco (eo)
- το είδος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | speco | specoj |
αιτιατική | specon | specojn |
speco (eo)