specialiĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | specialiĝo | specialiĝoj |
αιτιατική | specialiĝon | specialiĝojn |
specialiĝo (eo)
- η ειδίκευση, η εξειδίκευση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | specialiĝo | specialiĝoj |
αιτιατική | specialiĝon | specialiĝojn |
specialiĝo (eo)