spasmo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- spasmo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spasmo | spasmoj |
αιτιατική | spasmon | spasmojn |
spasmo (eo)
- ο σπασμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spasmo | spasmoj |
αιτιατική | spasmon | spasmojn |
spasmo (eo)