sparko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sparko | sparkoj |
αιτιατική | sparkon | sparkojn |
sparko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sparko | sparkoj |
αιτιατική | sparkon | sparkojn |
sparko (eo)