spank
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spank | spanks |
spank (en)
- το καταχέρισμα, χτύπημα που δίνεται πολλές φορές στον πισινό ως τιμωρία, ειδικά σε ένα παιδί
- ⮡ A good spank was heard accompanied by a high-pitched cry.
- Ακούστηκε ένα καλό καταχέρισμα που το συνόδευε κλάμα τσιριχτό.
- ⮡ A good spank was heard accompanied by a high-pitched cry.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | spank |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spanks |
αόριστος | spanked |
παθητική μετοχή | spanked |
ενεργητική μετοχή | spanking |
spank (en)
- καταχερίζω, δέρνω κάποιον, ειδικά ένα παιδί, πολλές φορές στο πισινό του ως τιμωρία
- ⮡ I will spank you, if you don’t sit tight.
- θα σε καταχερίσω, αν δεν κάτσεις καλά.
- ⮡ ”I will spank you if you do that again,” Johnny’s father told him.
- «Θα σε δείρω, αν το ξανακάμεις», είπε στο Γιαννάκη ο πατέρας του.
- ⮡ I will spank you, if you don’t sit tight.