sovaĝa
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sovaĝa | sovaĝaj |
αιτιατική | sovaĝan | sovaĝajn |
sovaĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sovaĝa | sovaĝaj |
αιτιατική | sovaĝan | sovaĝajn |
sovaĝa (eo)