sorto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sorto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorto | sortoj |
αιτιατική | sorton | sortojn |
sorto (eo)
- η τύχη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorto | sortoj |
αιτιατική | sorton | sortojn |
sorto (eo)