sorĉo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉo | sorĉoj |
αιτιατική | sorĉon | sorĉojn |
sorĉo (eo)
- η μαγεία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorĉo | sorĉoj |
αιτιατική | sorĉon | sorĉojn |
sorĉo (eo)