sopirado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sopirado | sopiradoj |
αιτιατική | sopiradon | sopiradojn |
sopirado (eo)
- η ανυπομονησία, ο πόθος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sopirado | sopiradoj |
αιτιατική | sopiradon | sopiradojn |
sopirado (eo)