sonorilturo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonorilturo | sonorilturoj |
αιτιατική | sonorilturon | sonorilturojn |
sonorilturo (eo)
- το καμπαναριό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sonorilturo | sonorilturoj |
αιτιατική | sonorilturon | sonorilturojn |
sonorilturo (eo)