sojlo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sojlo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sojlo | sojloj |
αιτιατική | sojlon | sojlojn |
sojlo (eo)
- το κατώφλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sojlo | sojloj |
αιτιατική | sojlon | sojlojn |
sojlo (eo)