sodo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sodo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sodo | sodoj |
αιτιατική | sodon | sodojn |
sodo (eo)
- η σόδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sodo | sodoj |
αιτιατική | sodon | sodojn |
sodo (eo)