slogano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | slogano | sloganoj |
αιτιατική | sloganon | sloganojn |
slogano (eo)
- το σλόγκαν
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | slogano | sloganoj |
αιτιατική | sloganon | sloganojn |
slogano (eo)